- γόους
- γόοςweepingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άγοος — ἄγοος, ον (Α) [γόος] αυτός που δεν θρηνήθηκε με γόους, άκλαυτος, αμοιρολόγητος … Dictionary of Greek
αλλά — (I) (Α ἀλλά) αντιθετικός σύνδεσμος με τον οποίο εισάγεται λέξη, φράση ή πρόταση που εκφράζει αντίθεση, περιορισμό ή διαφορά προς προηγούμενα μέρη τού λόγου ισοδυναμεί με το «μα», «όμως», «μολαταύτα», «παρά», «πάντως», «ωστόσο», «μόνον». Α. Η… … Dictionary of Greek
αφίημι — ἀφίημι (AM) 1. παύω να κρατώ ή να έχω κάτι, αφήνω 2. επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι, ανέχομαι 3. απαλλάσσω, συγχωρώ αρχ. Ι. 1. ρίχνω, βάλλω, εξακοντίζω 2. (για υγρά) αφήνω κάτι να κυλήσει, να ρεύσει 3. (για ζωντανούς οργανισμούς) αποβάλλω,… … Dictionary of Greek
γοερός — ή, ό (AM γοερός και γοηρός, ά, όν) [γόος] με γόους, θρηνητικός αρχ. αξιοθρήνητος … Dictionary of Greek
δακρύζω — (AM δακρύω, Μ και δακρύζω) 1. χύνω δάκρυα, αναβλύζουν δάκρυα από τα μάτια μου 2. (για τα μάτια) γεμίζω δάκρυα 3. (για φυτά) στάζω ρετσίνι ή κόμμι («το πεύκο δακρύζει ρετσίνι») νεοελλ. (για βρύση ή πήλινο δοχείο) βγάζω νερό σαν δάκρυ, σταγόνα,… … Dictionary of Greek
επίσκηνος — ἐπίσκηνος, ον (Α) [σκηνή] 1. αυτός που γίνεται μπροστά στη σκηνή, ενώπιον άλλων («μηδ’ ἐπισκήνους γόους δάκρυε», Σοφ.) 2. εξωτερικός, τυχαίος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπίσκηνοι στρατιώτες που σταθμεύουν σε μια πόλη 4. (για θεατρική σκηνή) το … Dictionary of Greek
οξυπλήξ — ὀξυπλήξ, ῆγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που επιφέρει οξύ, ισχυρό πλήγμα, ο πολύ έντονος («ὀξυπλῆγας γόους», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + πλήξ, πληγός (< πλήττω), πρβλ. αλι πλήξ] … Dictionary of Greek
συμφέρω — ΝΜΑ [φέρω] 1. είμαι σύμφορος, χρήσιμος, επωφελής (α. «δεν μάς συμφέρουν οι όροι τής συνθήκης» β. «τοῡτο συμφέρει τῷ βίῳ», Αριστοφ.) 2. απρόσ. συμφέρει είναι χρήσιμο, ωφελεί (α. «δεν συμφέρει να πουλήσουμε με τέτοιες τιμές» β. «ξυμφέρει σωφρονεῑν… … Dictionary of Greek
γόος — ο σπαρακτική φωνή, θρήνος, οδυρμός: Ξενύχτησαν το νεκρό με γόους και μοιρολόγια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)